ἀφαιρετικός

ἀφαιρετικός
ἀφαιρ-ετικός, ή, όν,
A fit for taking away,

τινός A.D.Adv.165.12

; χρόνος ἐλπίδος ἀ. Vett. Val.281.4; τὰ ἀ. τῶν βοηθημάτων evacuant remedies, prob. l. in Herod.[voice] Med.in Rh.Mus. 58.87.
II Astrol., retrograde, of planetary motion, Ptol.Tetr. 52, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀφαιρετικός — fit for taking away masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφαιρετικός — ή, ό (AM ἀφαιρετικός, ή, όν) 1. ο ικανός ή κατάλληλος για αφαίρεση 2. το θηλ. ως ουσ. η αφαιρετική αρχαία πτώση των ονομάτων των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών αρχ. μσν. ο αρνητικός …   Dictionary of Greek

  • αφαιρετικός — ή, ό ο κατάλληλος για αφαίρεση: Έχει μυαλό αφαιρετικό· το θηλ., αφαιρετική, η ως ουσ., σημαίνει την πτώση της αρχαιότερης ελληνικής, της λατινικής κι άλλων γλωσσών με την οποία δηλώνεται αφετηρία, προέλευση, απομάκρυνση κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφαιρετικά — ἀφαιρετικός fit for taking away neut nom/voc/acc pl ἀφαιρετικά̱ , ἀφαιρετικός fit for taking away fem nom/voc/acc dual ἀφαιρετικά̱ , ἀφαιρετικός fit for taking away fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαιρετικῶν — ἀφαιρετικός fit for taking away fem gen pl ἀφαιρετικός fit for taking away masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαιρετικόν — ἀφαιρετικός fit for taking away masc acc sg ἀφαιρετικός fit for taking away neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαιρετικαῖς — ἀφαιρετικός fit for taking away fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαιρετικαί — ἀφαιρετικός fit for taking away fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαιρετικοῖς — ἀφαιρετικός fit for taking away masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαιρετικοί — ἀφαιρετικός fit for taking away masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαιρετικοῦ — ἀφαιρετικός fit for taking away masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”